φρενοπαθής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρενοπαθής η φρενοπαθής το φρενοπαθές
      γενική του φρενοπαθούς* της φρενοπαθούς του φρενοπαθούς
    αιτιατική τον φρενοπαθή τη φρενοπαθή το φρενοπαθές
     κλητική φρενοπαθή(ς) φρενοπαθής φρενοπαθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρενοπαθείς οι φρενοπαθείς τα φρενοπαθή
      γενική των φρενοπαθών των φρενοπαθών των φρενοπαθών
    αιτιατική τους φρενοπαθείς τις φρενοπαθείς τα φρενοπαθή
     κλητική φρενοπαθείς φρενοπαθείς φρενοπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φρενοπαθής < φρήν (γενική: φρενός) + πάσχω (αόριστος:παθον)

Προφορά

ΔΦΑ : /fɾe.no.paˈθis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /fɾe.no.paˈθes/ ουδέτερο

Επίθετο

φρενοπαθής, -ής, -ές

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.