φραπές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φραπές | οι | φραπέδες |
| γενική | του | φραπέ | των | φραπέδων |
| αιτιατική | τον | φραπέ | τους | φραπέδες |
| κλητική | φραπέ | φραπέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φραπές < φραπέ + -ς για τη δημιουργία κλίσης < (άμεσο δάνειο) γαλλική frappé (χτυπημένος) < frapper
Ουσιαστικό
φραπές αρσενικό
- (λαϊκότροπο) ο καφές φραπέ
- ※ Έρχεται ο φρέντο: φαρμάκι, νερομπούλι. Γιατί σταματήσαμε να πίνουμε φραπέδες; (Επειδή τρέμαμε σαν τον Ισαάκ στο βωμό απ' την καφεΐνη, να γιατί.) Ρουφάω μια γερή γουλιά, μολαταύτα -να δροσιστώ, να στανιάρω- και βγάζω το κινητό μου απ' την τσάντα (Αύγουστος Κορτώ, Η άλλη Κατερίνα, εκδόσεις Πατάκη, 2022)
Μεταφράσεις
φραπές
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.