φραουλής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φραουλής η φραουλιά το φραουλί
      γενική του φραουλή
& φραουλιού
της φραουλιάς του φραουλιού
(φραουλί)
    αιτιατική τον φραουλή τη φραουλιά το φραουλί
     κλητική φραουλή φραουλιά φραουλί
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φραουλιοί οι φραουλιές τα φραουλιά
      γενική των φραουλιών των φραουλιών των φραουλιών
    αιτιατική τους φραουλιούς τις φραουλιές τα φραουλιά
     κλητική φραουλιοί φραουλιές φραουλιά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Και άκλιτο για όλα τα γένη, φραουλί.
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φραουλής < φράουλ(α) + -ής

Επίθετο

φραουλής, -ιά, -ί και άκλιτο φραουλί

  1. που έχει το φραουλί χρώμα της φράουλας
    φραουλής (χρώμα):   
  2. (ουσιαστικοποιημένο) φραουλί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.