φραουλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φραουλιά οι φραουλιές
      γενική της φραουλιάς των φραουλιών
    αιτιατική τη φραουλιά τις φραουλιές
     κλητική φραουλιά φραουλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φραουλιά < φράουλ(α) + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /fɾa.uˈʎa/

Ουσιαστικό

φραουλιά θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φραουλιά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του φραουλής
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φραουλής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.