φουρτουνιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φουρτουνιάζω < φουρτούν(α) + -ιάζω
Ρήμα
φουρτουνιάζω
- συνήθως στο τρίτο πρόσωπο, για τη θάλασσα, όταν γίνεται τρικυμιώδης
- 'Φουρτούνιασεν η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά (ο "Αποχωρισμός" του Γ.Βιζυηνού)
- σπανίως ως ρήμα για ανθρώπους, οπότε σημαίνει εκνευρίζω κάποιον
- Μην τον φουρτουνιάζεις τώρα γιατί θέλω να του ζητήσω μια χάρη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φουρτουνιάζω | φουρτούνιαζα | θα φουρτουνιάζω | να φουρτουνιάζω | φουρτουνιάζοντας | |
| β' ενικ. | φουρτουνιάζεις | φουρτούνιαζες | θα φουρτουνιάζεις | να φουρτουνιάζεις | φουρτούνιαζε | |
| γ' ενικ. | φουρτουνιάζει | φουρτούνιαζε | θα φουρτουνιάζει | να φουρτουνιάζει | ||
| α' πληθ. | φουρτουνιάζουμε | φουρτουνιάζαμε | θα φουρτουνιάζουμε | να φουρτουνιάζουμε | ||
| β' πληθ. | φουρτουνιάζετε | φουρτουνιάζατε | θα φουρτουνιάζετε | να φουρτουνιάζετε | φουρτουνιάζετε | |
| γ' πληθ. | φουρτουνιάζουν(ε) | φουρτούνιαζαν φουρτουνιάζαν(ε) |
θα φουρτουνιάζουν(ε) | να φουρτουνιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φουρτούνιασα | θα φουρτουνιάσω | να φουρτουνιάσω | φουρτουνιάσει | ||
| β' ενικ. | φουρτούνιασες | θα φουρτουνιάσεις | να φουρτουνιάσεις | φουρτούνιασε | ||
| γ' ενικ. | φουρτούνιασε | θα φουρτουνιάσει | να φουρτουνιάσει | |||
| α' πληθ. | φουρτουνιάσαμε | θα φουρτουνιάσουμε | να φουρτουνιάσουμε | |||
| β' πληθ. | φουρτουνιάσατε | θα φουρτουνιάσετε | να φουρτουνιάσετε | φουρτουνιάστε | ||
| γ' πληθ. | φουρτούνιασαν φουρτουνιάσαν(ε) |
θα φουρτουνιάσουν(ε) | να φουρτουνιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φουρτουνιάσει | είχα φουρτουνιάσει | θα έχω φουρτουνιάσει | να έχω φουρτουνιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φουρτουνιάσει | είχες φουρτουνιάσει | θα έχεις φουρτουνιάσει | να έχεις φουρτουνιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φουρτουνιάσει | είχε φουρτουνιάσει | θα έχει φουρτουνιάσει | να έχει φουρτουνιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φουρτουνιάσει | είχαμε φουρτουνιάσει | θα έχουμε φουρτουνιάσει | να έχουμε φουρτουνιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φουρτουνιάσει | είχατε φουρτουνιάσει | θα έχετε φουρτουνιάσει | να έχετε φουρτουνιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φουρτουνιάσει | είχαν φουρτουνιάσει | θα έχουν φουρτουνιάσει | να έχουν φουρτουνιάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.