τρικυμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τρικυμισμένος | η | τρικυμισμένη | το | τρικυμισμένο |
| γενική | του | τρικυμισμένου | της | τρικυμισμένης | του | τρικυμισμένου |
| αιτιατική | τον | τρικυμισμένο | την | τρικυμισμένη | το | τρικυμισμένο |
| κλητική | τρικυμισμένε | τρικυμισμένη | τρικυμισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρικυμισμένοι | οι | τρικυμισμένες | τα | τρικυμισμένα |
| γενική | των | τρικυμισμένων | των | τρικυμισμένων | των | τρικυμισμένων |
| αιτιατική | τους | τρικυμισμένους | τις | τρικυμισμένες | τα | τρικυμισμένα |
| κλητική | τρικυμισμένοι | τρικυμισμένες | τρικυμισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
τρικυμισμένος,η,ο
- (για θάλασσα, λίμνη κλπ) που έχει τρικυμία
- (για άνθρωπο) εκνευρισμένος, έτοιμος για καβγά, συγχυσμένος
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.