φορτηγατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φορτηγατζής | οι | φορτηγατζήδες |
| γενική | του | φορτηγατζή | των | φορτηγατζήδων |
| αιτιατική | τον | φορτηγατζή | τους | φορτηγατζήδες |
| κλητική | φορτηγατζή | φορτηγατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /foɾ.ti.ɣaˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φορ‐τη‐γα‐τζής
Ουσιαστικό
φορτηγατζής αρσενικό (θηλυκό φορτηγατζού)
- (επάγγελμα) ιδιοκτήτης, κάτοχος φορτηγού
- o κάτοχος άδειας οδήγησης φορτηγών αυτοκινήτων
Συνώνυμα
- νταλικέρης
- καραγωγέας (λόγιο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.