καραγωγέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καραγωγέας οι καραγωγείς
      γενική του καραγωγέα των καραγωγέων
    αιτιατική τον καραγωγέα τους καραγωγείς
     κλητική καραγωγέα καραγωγείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καραγωγέας < (καθαρεύουσα) καραγωγεύς < κάρον + αρχαία ελληνική ἀγωγεύς (οδηγός)

Ουσιαστικό

καραγωγέας αρσενικό

  1. (παρωχημένο, επάγγελμα) οδηγός κάρου
  2. (παρωχημένο, επάγγελμα) αμαξάς
  3. (παρωχημένο, λόγιο, επάγγελμα) φορτηγατζής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.