φορομπήχτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φορομπήχτης οι φορομπήχτες
      γενική του φορομπήχτη των φορομπηχτών
    αιτιατική τον φορομπήχτη τους φορομπήχτες
     κλητική φορομπήχτη φορομπήχτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φορομπήχτης < φόρος + μπήγω < μπήγνω < αρχαία ελληνική ἐμπήγνυμι

Ουσιαστικό

φορομπήχτης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.