φορομπηχτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φορομπηχτικός η φορομπηχτική το φορομπηχτικό
      γενική του φορομπηχτικού της φορομπηχτικής του φορομπηχτικού
    αιτιατική τον φορομπηχτικό τη φορομπηχτική το φορομπηχτικό
     κλητική φορομπηχτικέ φορομπηχτική φορομπηχτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φορομπηχτικοί οι φορομπηχτικές τα φορομπηχτικά
      γενική των φορομπηχτικών των φορομπηχτικών των φορομπηχτικών
    αιτιατική τους φορομπηχτικούς τις φορομπηχτικές τα φορομπηχτικά
     κλητική φορομπηχτικοί φορομπηχτικές φορομπηχτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φορομπηχτικός < φορομπήχτης

Επίθετο

φορομπηχτικός

  • φορομπηχτική πολιτική, κυβέρνηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.