φοροκλέπτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φοροκλέπτης οι φοροκλέπτες
      γενική του φοροκλέπτη των φοροκλεπτών
    αιτιατική τον φοροκλέπτη τους φοροκλέπτες
     κλητική φοροκλέπτη φοροκλέπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φοροκλέπτης < φόρος + κλέπτης

Ουσιαστικό

φοροκλέπτης αρσενικό

  1. που κλέβει από το κράτος μη αποδίδοντας σε αυτό, τον φόρο που έχει ήδη εισπράξει για λογαριασμό του, όπως π.χ. τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (δηλαδή μη αποδίδοντας τον ΦΠΑ που εισέπραξε από την πώληση αγαθών)
  2. που φοροδιαφεύγει, που κλέβει το κράτος αρνούμενος να καταβάλει το φόρο που του αναλογεί, που διαπράττει φοροκλοπή

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.