φοροελεγκτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φοροελεγκτικός η φοροελεγκτική το φοροελεγκτικό
      γενική του φοροελεγκτικού της φοροελεγκτικής του φοροελεγκτικού
    αιτιατική τον φοροελεγκτικό τη φοροελεγκτική το φοροελεγκτικό
     κλητική φοροελεγκτικέ φοροελεγκτική φοροελεγκτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φοροελεγκτικοί οι φοροελεγκτικές τα φοροελεγκτικά
      γενική των φοροελεγκτικών των φοροελεγκτικών των φοροελεγκτικών
    αιτιατική τους φοροελεγκτικούς τις φοροελεγκτικές τα φοροελεγκτικά
     κλητική φοροελεγκτικοί φοροελεγκτικές φοροελεγκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φοροελεγκτικός < φοροελεγκτής + -ικός

Επίθετο

φοροελεγκτικός, -ή, -ό

  • που σχετίζεται με τον έλεγχο των φορολογουμένων και των φορολογικών υποθέσεων ή αναφέρεται σ' αυτόν
    Ωστόσο, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών ο φοροελεγκτικός και φοροεισπρακτικός μηχανισμός εμφανίζει σοβαρές αδυναμίες καθώς οι εισπράξεις από φόρους και πρόστιμα που έχουν βεβαιωθεί υπολείπονται των στόχων που προβλέπονται στο μνημόνιο. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.