φοροεκπτωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φοροεκπτωτικός η φοροεκπτωτική το φοροεκπτωτικό
      γενική του φοροεκπτωτικού της φοροεκπτωτικής του φοροεκπτωτικού
    αιτιατική τον φοροεκπτωτικό τη φοροεκπτωτική το φοροεκπτωτικό
     κλητική φοροεκπτωτικέ φοροεκπτωτική φοροεκπτωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φοροεκπτωτικοί οι φοροεκπτωτικές τα φοροεκπτωτικά
      γενική των φοροεκπτωτικών των φοροεκπτωτικών των φοροεκπτωτικών
    αιτιατική τους φοροεκπτωτικούς τις φοροεκπτωτικές τα φοροεκπτωτικά
     κλητική φοροεκπτωτικοί φοροεκπτωτικές φοροεκπτωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φοροεκπτωτικός < φοροέκπτωση + -τικός < φόρος + -ο- + έκπτωση

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.ɾo.ek.pto.tiˈkos/

Επίθετο

φοροεκπτωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.