φοροέκπτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φοροέκπτωση | οι | φοροεκπτώσεις |
| γενική | της | φοροέκπτωσης* | των | φοροεκπτώσεων |
| αιτιατική | τη | φοροέκπτωση | τις | φοροεκπτώσεις |
| κλητική | φοροέκπτωση | φοροεκπτώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, φοροεκπτώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /fo.ɾoˈek.pto.si/
Ουσιαστικό
φοροέκπτωση θηλυκό
- η έκπτωση που γίνεται στην πληρωμή φόρου
- Ακόμη και η υποχρεωτική χρήση «πλαστικού χρήματος» για την κατοχύρωση της φοροέκπτωσης σε αγορές αγαθών και υπηρεσιών λειτούργησε αμφίσημα. Μόλις φθάσεις το επίπεδο της ανώτατης έκπτωσης, δεν έχεις κανέναν λόγο να μην επιδιώξεις μια καλύτερη τιμή με μια «συμφωνία κυρίων». (*)
Συγγενικά
- φοροεκπτωτικός
- → δείτε τις λέξεις φόρος, φέρω, έκπτωση και πέφτω
Μεταφράσεις
φοροέκπτωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.