φλόκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φλόκι τα φλόκια
      γενική του φλοκιού των φλοκιών
    αιτιατική το φλόκι τα φλόκια
     κλητική φλόκι φλόκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φλόκι < αρωμουνική floc < λατινική floccus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰlok-

Ουσιαστικό

φλόκι ουδέτερο

  1. ο χαρακτηριστικός σχηματισμός από νήματα στη φλοκάτη
  2. αργκό, ιδιωματισμός στα καλιαρντά, συνήθως στον πληθυντικό) το σπέρμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.