καλιαρντά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | καλιαρντά | ||
| γενική | των | καλιαρντών | ||
| αιτιατική | τα | καλιαρντά | ||
| κλητική | καλιαρντά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-
καλιαρντά στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.