φλογισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φλογισμένος | η | φλογισμένη | το | φλογισμένο |
| γενική | του | φλογισμένου | της | φλογισμένης | του | φλογισμένου |
| αιτιατική | τον | φλογισμένο | τη | φλογισμένη | το | φλογισμένο |
| κλητική | φλογισμένε | φλογισμένη | φλογισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φλογισμένοι | οι | φλογισμένες | τα | φλογισμένα |
| γενική | των | φλογισμένων | των | φλογισμένων | των | φλογισμένων |
| αιτιατική | τους | φλογισμένους | τις | φλογισμένες | τα | φλογισμένα |
| κλητική | φλογισμένοι | φλογισμένες | φλογισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φλογισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του φλογίζω / φλογίζομαι
Μετοχή
φλογισμένος, -η, -ο
- φλογερός, καυτός, μέσα στις φλόγες
- που περιγράφει τοπικό ερεθισμό, οίδημα, φλεγμονή, το φλεγμαίνον
- Αχ! Είναι φλογισμένο το χέρι μου
- (μεταφορικά) που έχει διακαές πάθος, που τον φλογίζει κάτι
- Φλογισμένος από το όραμα της επανάστασης...
- Όλο το χωριό θα ριχτεί επάνω μου... θα με καίνε με τα φλογισμένα τους δάχτυλα... (Λόρκα, Το Σπιτι της Μπερνάντα Άλμπα, μετάφρ. Ν. Γκάτσος)
- που μοιάζει να έχει φλόγες
- ο φλογισμένος ουρανός
- κι ο φλογισμένος βράχος στενάζοντας θα λιώσει (Τραγουδια του Πετράρχη)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.