φλασκωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φλασκωτός | η | φλασκωτή | το | φλασκωτό |
| γενική | του | φλασκωτού | της | φλασκωτής | του | φλασκωτού |
| αιτιατική | τον | φλασκωτό | τη | φλασκωτή | το | φλασκωτό |
| κλητική | φλασκωτέ | φλασκωτή | φλασκωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φλασκωτοί | οι | φλασκωτές | τα | φλασκωτά |
| γενική | των | φλασκωτών | των | φλασκωτών | των | φλασκωτών |
| αιτιατική | τους | φλασκωτούς | τις | φλασκωτές | τα | φλασκωτά |
| κλητική | φλασκωτοί | φλασκωτές | φλασκωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φλασκί
Μεταφράσεις
φλασκωτός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.