φλασκωτών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φλασκωτών
- γενική πληθυντικού του φλασκωτός
- γενική πληθυντικού του φλασκωτή
- γενική πληθυντικού του φλασκωτό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.