φλάσκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φλάσκα | οι | φλάσκες |
| γενική | της | φλάσκας | των | φλασκών |
| αιτιατική | τη | φλάσκα | τις | φλάσκες |
| κλητική | φλάσκα | φλάσκες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φλάσκα < φλασκ(ί) + μεγεθυντικό επίθημα -α: μεσαιωνική ελληνική φλασκίον < (ελληνιστική κοινή) φλάσκη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfla.ska/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλά‐σκα
Ουσιαστικό
φλάσκα θηλυκό
- αδειασμένη ξερή κολοκύθα που χρησιμοποιείται σαν δοχείο για κρασί ή νερό
- ※ Όλη τη νύχτα, η φλάσκα με το τσίπουρο πάγωνε στο νερό. (Μ. Καραγάτσης Με τον Καραβέλη στον Όλυμπο (1935) [διήγημα])
- (λαχανικό) μελιτζάνα φλάσκα είδος μελιτζάνας
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη φλασκί
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φλασκί
Μεταφράσεις
φλάσκα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.