φλαμίνγκο

Ένα σμήνος από φλαμίνγκο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φλαμίνγκο | τα | φλαμίνγκα |
| γενική | του | φλαμίνγκου | των | φλαμίνγκων |
| αιτιατική | το | φλαμίνγκο | τα | φλαμίνγκα |
| κλητική | φλαμίνγκο | φλαμίνγκα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ένα φλαμίνγκο με το νεοσσό του
Ετυμολογία
- φλαμίνγκο < (άμεσο δάνειο) αγγλική flamingo < πορτογαλική flamingo (το χρώμα της φωτιάς) < flama < λατινική flamma
Ουσιαστικό
φλαμίνγκο ουδέτερο
- (πτηνό) πτηνό που ανήκει στα φοινικόπτερα, έχει ψηλά πόδια, λεπτό λαιμό και ροδαλό πτέρωμα —ταξινομείται ως Phoenicopterus roseus
- ※ Περισσότερα από 350 είδη φυτών έχουν καταγραφεί κατά μήκος του ποταμού Έβρου, ενώ το δέλτα του πλημμυρίζει από εκατοντάδες λευκά και ροδόχρωμα φλαμίνγκα. (εφ. Το Βήμα, 15.12.2008)
-
φλαμίνγκο στη Βικιπαίδεια

Σημειώσεις
- πολλές φορές το βρίσκουμε άκλιτο
- ※ Το γεγονός της επιλογής από τα φλαμίνγκο της συγκεκριμένης περιοχής για αναπαραγωγή δείχνει πόσο σημαντική είναι η προστασία των περιοχών που εντάσσονται στο Δίκτυο Natura 2000 και την υποχρέωση που έχουμε όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς, υπηρεσίες και πολίτες, για τη ορθή χρήση και διαχείρισή τους.(Εφημερίδα των Συντακτών, 03.07.2020)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.