φοινικόπτερα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φοινικόπτερα < phoenicopterus < αρχ. ελληνική φοινικόπτερος (ουσιαστικό και επίθετο) < κατ' άλλους από το Φοῖνιξ (το ιερό πτηνό των αρχαίων Αιγυπτίων) + πτερόν και κατ' άλλους από το αρχαίο επίθετο φοινικιοῦς (αυτός που έχει κοκκινωπό χρώμα) + πτερόν

Ουσιαστικό

φοινικόπτερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

-Ἐυελπίδης: καλός γε καὶ φοινικιοῦς -Ἔποψ: εἰκότως γε καὶ γὰρ ὄνομ᾽ αὐτῷ 'στὶ φοινικόπτερος : -Όμορφο (πουλί) και φοινικόχρωμο -Και γι' αυτό ονομάζεται φοινικόπτερος (Αριστοφ. Όρνιθες)


Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.