φιλοφρονημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλοφρονημένος | η | φιλοφρονημένη | το | φιλοφρονημένο |
| γενική | του | φιλοφρονημένου | της | φιλοφρονημένης | του | φιλοφρονημένου |
| αιτιατική | τον | φιλοφρονημένο | τη | φιλοφρονημένη | το | φιλοφρονημένο |
| κλητική | φιλοφρονημένε | φιλοφρονημένη | φιλοφρονημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλοφρονημένοι | οι | φιλοφρονημένες | τα | φιλοφρονημένα |
| γενική | των | φιλοφρονημένων | των | φιλοφρονημένων | των | φιλοφρονημένων |
| αιτιατική | τους | φιλοφρονημένους | τις | φιλοφρονημένες | τα | φιλοφρονημένα |
| κλητική | φιλοφρονημένοι | φιλοφρονημένες | φιλοφρονημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φιλοφρονημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φιλοφρονώ
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
φιλοφρονημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.