φιλοπρόσωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλοπρόσωπος η φιλοπρόσωπη το φιλοπρόσωπο
      γενική του φιλοπρόσωπου της φιλοπρόσωπης του φιλοπρόσωπου
    αιτιατική τον φιλοπρόσωπο τη φιλοπρόσωπη το φιλοπρόσωπο
     κλητική φιλοπρόσωπε φιλοπρόσωπη φιλοπρόσωπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλοπρόσωποι οι φιλοπρόσωπες τα φιλοπρόσωπα
      γενική των φιλοπρόσωπων των φιλοπρόσωπων των φιλοπρόσωπων
    αιτιατική τους φιλοπρόσωπους τις φιλοπρόσωπες τα φιλοπρόσωπα
     κλητική φιλοπρόσωποι φιλοπρόσωπες φιλοπρόσωπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φιλοπρόσωπος < φιλο- + -πρόσωπος

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.loˈpɾo.so.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φιλοπρόσωπος

Επίθετο

φιλοπρόσωπος, -η, -ο

  • που κατέχεται από φιλοπροσωπία, ο ευνοϊκός
      Δὲν εἶσθε φιλοπρόσωπος ὑπὲρ τῶν συμπατριωτῶν σας, εἶπεν ὁ Χαμάρετος, ἐρυθριῶν ἰσχυρῶς. Ἀλλὰ μήπως ἔχετε ἄδικον; Οἱ ἡττηθέντες ποίας ἄλλης κρίσεως εἰσὶν ἄξιοι;
    Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Ο αυθέντης του Μωρέως. @books.google
      Άλλωστε, μπροστά στον πόνο μερίζεται η φιλαυτία και εγωπάθεια του ανθρώπου, αλλά εξακολουθεί και θεριεύει και αυξομειώνεται σταδιακά διότι προσεγγίζεις τον αδελφό σου με συναισθήματα δυσδιάκριτα, αναμεμιγμένα με φιλοπρόσωπο και φίλαυτο προσανατολισμό.
    Δημήτριος Λυκούδης, Η Χαρά της Πνευματικότητας μπροστά στον Πόνο, pemptousia.gr, 6 Ιανουαρίου 2014

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.