φιλοπροσωπία
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | φιλοπροσωπία | αἱ | φιλοπροσωπίαι | ||||
| γενική | τῆς | φιλοπροσωπίας | τῶν | φιλοπροσωπιῶν | ||||
| δοτική | τῇ | φιλοπροσωπίᾳ | ταῖς | φιλοπροσωπίαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | φιλοπροσωπίαν | τὰς | φιλοπροσωπίας | ||||
| κλητική ὦ! | φιλοπροσωπία | φιλοπροσωπίαι | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- φιλοπροσωπία < φιλοπρόσωπ(ος) + -ία
Προφορά
- ΔΦΑ : /fi.lo.pɾo.soˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λο‐προ‐σω‐πί‐α
Ουσιαστικό
φιλοπροσωπία θηλυκό
- η μεροληψία, η εύνοια προς κάποιο πρόσωπο
- ※ ’Ταιρειάζ’ ἡ νύφη κι’ ὁ γαμπρὸς ’ς τὴ φιλοπροσωπία / Γιατὶ τὴ ἔχουνε κι’ οἱ δυὸ μικρὴ τὴν ἡλικία.
- «Γαμήλια», Νεοελληνικά Ανάλεκτα, Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Τόμος Β΄, Φυλλάδιον Ζ΄
- ※ Πολλάκις ἕνας ἀδιάφορος ὑποκρύπτει διὰ φιλοπροσωπίαν αὐτὴν τὴν Ἀλήθειαν. Ἀλλ’ ὅταν πρόκηται περὶ Ἐθνικῶν δικαιωμάτων, ἡ φιλοπροσωπία εἶναι ἔγκλημα καθοσιώσεως.
- Παναγιώτης Κοδρικάς, Μελέτη της κοινής ελληνικής διαλέκτου (τόμ. 1), Εν Παρισίω: Τυπογραφία Ι. Μ. Εβαράτου, 1818, σελ. 75
- ※ Ποιὸς λοιπὸν αὐτὴν τὴν κρίση / Ἠμπορεῖ νὰ μᾶς τὴν λύσῃ, / Καὶ νὰ κρίνῃ τὴν αἰτία / δίχως φιλοπροσωπία.
- «Συμβιβασμός», Αθανάσιος Χριστόπουλος, Ανθολογία: ήτοι συλλογή ασμάτων, ηρωικών, κλέπτικων και ερωτικών μετά των λυρικών και βακχικών, Αθήνησι: Τύποις Ν. Αγγελίδου, 1869
- ※ ’Ταιρειάζ’ ἡ νύφη κι’ ὁ γαμπρὸς ’ς τὴ φιλοπροσωπία / Γιατὶ τὴ ἔχουνε κι’ οἱ δυὸ μικρὴ τὴν ἡλικία.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φιλοπροσωπία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.