φιλοπροσωπία

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φιλοπροσωπία αἱ φιλοπροσωπίαι
      γενική τῆς φιλοπροσωπίας τῶν φιλοπροσωπιῶν
      δοτική τῇ φιλοπροσωπί ταῖς φιλοπροσωπίαις
    αιτιατική τὴν φιλοπροσωπίαν τὰς φιλοπροσωπίας
     κλητική ! φιλοπροσωπία φιλοπροσωπίαι
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλοπροσωπία < φιλοπρόσωπ(ος) + -ία

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.lo.pɾo.soˈpi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φιλοπροσωπία

Ουσιαστικό

φιλοπροσωπία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.