φιλοξενούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλοξενούμενος η φιλοξενούμενη το φιλοξενούμενο
      γενική του φιλοξενούμενου της φιλοξενούμενης του φιλοξενούμενου
    αιτιατική τον φιλοξενούμενο τη φιλοξενούμενη το φιλοξενούμενο
     κλητική φιλοξενούμενε φιλοξενούμενη φιλοξενούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλοξενούμενοι οι φιλοξενούμενες τα φιλοξενούμενα
      γενική των φιλοξενούμενων των φιλοξενούμενων των φιλοξενούμενων
    αιτιατική τους φιλοξενούμενους τις φιλοξενούμενες τα φιλοξενούμενα
     κλητική φιλοξενούμενοι φιλοξενούμενες φιλοξενούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φιλοξενούμενος < φιλοξενούμαι

Ουσιαστικό

φιλοξενούμενος αρσενικό

  • ο επισκέπτης, αυτός που τον υποδέχεται κάποιος στο σπίτι του ή στην περιοχή του
    η χορωδία θα είναι φιλοξενούμενη του Μεγάρου Μουσικής

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  φιλόξενος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.