guest
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| guest | guests |
Ουσιαστικό
guest (en)
- ο καλεσμένος, ο προσκεκλημένος, ο φιλοξενούμενος, ένα άτομο που έχω καλέσει στο σπίτι μου ή σε μια συγκεκριμένη εκδήλωση
- ↪ What time did your guests leave?
- Τι ώρα έφυγαν οι καλεσμένοι σας;
- ↪ They had a lot of guests at their wedding.
- Στο γάμο τους είχαν πολλούς καλεσμένους.
- ↪ The official guests will be welcomed by the prime minister himself.
- Τους επίσημους προσκεκλημένους θα τους υποδεχθεί ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
- ↪ Look after our guest.
- Περιποιήσου το φιλοξενούμενό μας.
- ↪ What time did your guests leave?
- ο πελάτης σε ξενοδοχείο
- ↪ The hotel is now ready to accept guests.
- Το ξενοδοχείο είναι έτοιμο τώρα να δεχτεί πελάτες.
- ↪ The hotel is now ready to accept guests.
- ο φιλοξενούμενος που λαμβάνει μέρος σε τηλεοπτική εκπομπή, συναυλία ή άλλη ψυχαγωγία
- ↪ The show’s guests are usually known personalities.
- Φιλοξενούμενοι της εκπομπής είναι συχνά γνωστές προσωπικότητες.
- ↪ The show’s guests are usually known personalities.
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.