φιλάρεσκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλάρεσκος | η | φιλάρεσκη | το | φιλάρεσκο |
| γενική | του | φιλάρεσκου | της | φιλάρεσκης | του | φιλάρεσκου |
| αιτιατική | τον | φιλάρεσκο | τη | φιλάρεσκη | το | φιλάρεσκο |
| κλητική | φιλάρεσκε | φιλάρεσκη | φιλάρεσκο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλάρεσκοι | οι | φιλάρεσκες | τα | φιλάρεσκα |
| γενική | των | φιλάρεσκων | των | φιλάρεσκων | των | φιλάρεσκων |
| αιτιατική | τους | φιλάρεσκους | τις | φιλάρεσκες | τα | φιλάρεσκα |
| κλητική | φιλάρεσκοι | φιλάρεσκες | φιλάρεσκα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
φιλάρεσκος, -η, -ο
- που θέλει να αρέσει στους άλλους (με το ντύσιμο, τη συμπεριφορά, τα λόγια κ.λπ.)
- φιλάρεσκη κοπέλα
- (κατ’ επέκταση) που χαρακτηρίζεται από φιλαρέσκεια
- φιλάρεσκο χαμόγελο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φιλάρεσκος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.