φιλάρεσκο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φιλάρεσκο

  1. αιτιατική ενικού του φιλάρεσκος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του φιλάρεσκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.