αρέσκω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αρέσκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀρέσκω. Συγκρίνετε με το αρέσω και το αρέζω.
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈɾe.sko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρέ‐σκω
Ρήμα
αρέσκω, πρτ.: άρεσκα, αόρ.: άρεσκα, παθ.φωνή: αρέσκομαι (ελλειπτικό ρήμα)
- σπάνιος ενεργητικός τύπος του αρέσκομαι, μορφή του αρέσω
- → χρειάζεται παράθεμα
Μεταφράσεις
αρέσκω
|
→ δείτε τη λέξη αρέσω |
Πηγές
- αρέσκω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.