mannequin
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
mannequin
mannequins
Ουσιαστικό
mannequin
(en)
η
κούκλα
που ντύνεται με ρούχα και τοποθετείται σε βιτρίνα καταστήματος
↪
mannequins
in a store window
-
κούκλες
σε βιτρίνα καταστήματος
συγκρίνετε με το
manikin
(
παρωχημένο
)
το
μανεκέν
, το
μοντέλο
≈
συνώνυμα
:
model
Πηγές
mannequin
-
Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
mannequin
mannequins
Ουσιαστικό
mannequin
(fr)
αρσενικό
η
κούκλα
που ντύνεται με ρούχα και τοποθετείται σε βιτρίνα καταστήματος
(
ιατρική
)
ομοίωμα του ανθρώπινου σώματος που χρησιμοποιείται για διδακτικούς σκοπούς
(
κατ’ επέκταση
)
(
οικείο
)
άβουλος
άνθρωπος
μανεκέν
,
μοντέλο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.