mannequin

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
mannequin mannequins

Ουσιαστικό

mannequin (en)

  1. η κούκλα που ντύνεται με ρούχα και τοποθετείται σε βιτρίνα καταστήματος
    mannequins in a store window - κούκλες σε βιτρίνα καταστήματος
    συγκρίνετε με το manikin
  2. (παρωχημένο) το μανεκέν, το μοντέλο
     συνώνυμα: model

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
mannequin mannequins

Ουσιαστικό

mannequin (fr) αρσενικό

  1. η κούκλα που ντύνεται με ρούχα και τοποθετείται σε βιτρίνα καταστήματος
  2. (ιατρική) ομοίωμα του ανθρώπινου σώματος που χρησιμοποιείται για διδακτικούς σκοπούς
  3. (κατ’ επέκταση) (οικείο) άβουλος άνθρωπος
  4. μανεκέν, μοντέλο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.