φεμινιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φεμινιστής | οι | φεμινιστές |
| γενική | του | φεμινιστή | των | φεμινιστών |
| αιτιατική | τον | φεμινιστή | τους | φεμινιστές |
| κλητική | φεμινιστή | φεμινιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φεμινιστής < φεμινίσ(τρια) + -τής (αναδρομικός σχηματισμός) [1] < γαλλική féministe
Προφορά
- ΔΦΑ : /fe.mi.niˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φε‐μι‐νι‐στής
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φεμινισμός
Μεταφράσεις
Αναφορές
- φεμινιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.