φεγγαρένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φεγγαρένιος | η | φεγγαρένια | το | φεγγαρένιο |
| γενική | του | φεγγαρένιου | της | φεγγαρένιας | του | φεγγαρένιου |
| αιτιατική | τον | φεγγαρένιο | τη | φεγγαρένια | το | φεγγαρένιο |
| κλητική | φεγγαρένιε | φεγγαρένια | φεγγαρένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φεγγαρένιοι | οι | φεγγαρένιες | τα | φεγγαρένια |
| γενική | των | φεγγαρένιων | των | φεγγαρένιων | των | φεγγαρένιων |
| αιτιατική | τους | φεγγαρένιους | τις | φεγγαρένιες | τα | φεγγαρένια |
| κλητική | φεγγαρένιοι | φεγγαρένιες | φεγγαρένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /feŋ.ɡaˈɾe.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φεγ‐γα‐ρέ‐νιος
Επίθετο
φεγγαρένιος, -α, -ο[1]
- που αναφέρεται στο φεγγάρι ή που σχετίζεται με αυτό
- ↪ Ο αυστριακός συνθέτης Arnold Schoenberg συνέθεσε το μελόδραμα «Φεγγαρένιος Πιερότος» (Pierrot Lunaire) το 1912.
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
φεγγαρένιος
|
|
Αναφορές
- φεγγαρένιος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.