φασολάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φασολάκι τα φασολάκια
      γενική
    αιτιατική το φασολάκι τα φασολάκια
     κλητική φασολάκι φασολάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πράσινα φασολάκια
τραπέζι φασολάκι

Ετυμολογία

φασολάκι < φασόλ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /fa.soˈla.ci/

Ουσιαστικό

φασολάκι ουδέτερο (πληθυντικός φασολάκια)

  1. (λαχανικό) ο πράσινος καρπός της φασολιάς που μαγειρεύται
  2. (κυριολεκτικά) μικρό φασόλι
  3. (έπιπλο) σε σχήμα φασολιού, συνήθως τραπεζάκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.