φασματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φασματικός | η | φασματική | το | φασματικό |
| γενική | του | φασματικού | της | φασματικής | του | φασματικού |
| αιτιατική | τον | φασματικό | τη | φασματική | το | φασματικό |
| κλητική | φασματικέ | φασματική | φασματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φασματικοί | οι | φασματικές | τα | φασματικά |
| γενική | των | φασματικών | των | φασματικών | των | φασματικών |
| αιτιατική | τους | φασματικούς | τις | φασματικές | τα | φασματικά |
| κλητική | φασματικοί | φασματικές | φασματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φασματικός < φάσμα, γεν. φάσματ(ος) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική spectral[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /fa.zma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐σμα‐τι‐κός
Αναφορές
- φασματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.