φασκιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φασκιωμένος | η | φασκιωμένη | το | φασκιωμένο |
| γενική | του | φασκιωμένου | της | φασκιωμένης | του | φασκιωμένου |
| αιτιατική | τον | φασκιωμένο | τη | φασκιωμένη | το | φασκιωμένο |
| κλητική | φασκιωμένε | φασκιωμένη | φασκιωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φασκιωμένοι | οι | φασκιωμένες | τα | φασκιωμένα |
| γενική | των | φασκιωμένων | των | φασκιωμένων | των | φασκιωμένων |
| αιτιατική | τους | φασκιωμένους | τις | φασκιωμένες | τα | φασκιωμένα |
| κλητική | φασκιωμένοι | φασκιωμένες | φασκιωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φασκιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φασκιώνω
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.