φαρμακοτρίφτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαρμακοτρίφτης οι φαρμακοτρίφτες
      γενική του φαρμακοτρίφτη των φαρμακοτριφτών
    αιτιατική τον φαρμακοτρίφτη τους φαρμακοτρίφτες
     κλητική φαρμακοτρίφτη φαρμακοτρίφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαρμακοτρίφτης < (ελληνιστική κοινή) φαρμακοτρίπτης < αρχαία ελληνική φαρμακοτρίβης < φάρμακον + τρίβω

Ουσιαστικό

φαρμακοτρίφτης αρσενικό

  1. (παρωχημένο, μειωτικό) ο φαρμακοποιός
  2. (παρωχημένο, επάγγελμα) μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα έτσι λεγόταν ο υπάλληλος ή βοηθός του φαρμακοποιού. Αναλάμβανε συνήθως το κοπάνισμα και την τριβή των βασικών συστατικών για την παρασκευή των φαρμάκων.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.