φαρμακοτρίβης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| φαρμᾰκοτρῐβα- | |||||
| ονομαστική | ὁ | φαρμακοτρίβης | οἱ | φαρμακοτρίβαι | |
| γενική | τοῦ | φαρμακοτρίβου | τῶν | φαρμακοτριβῶν | |
| δοτική | τῷ | φαρμακοτρίβῃ | τοῖς | φαρμακοτρίβαις | |
| αιτιατική | τὸν | φαρμακοτρίβην | τοὺς | φαρμακοτρίβᾱς | |
| κλητική ὦ! | φαρμακοτρίβᾰ | φαρμακοτρίβαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φαρμακοτρίβᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | φαρμακοτρίβαιν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- φαρμακοτρίβης < φάρμακ(ον) + -ο- + -τρίβης (τρίβω)
Ουσιαστικό
φαρμακοτρίβης αρσενικό (φαρμᾰκοτρῐβης)
- ο παρασκευαστής των φαρμάκων για θεραπευτική χρήση αλλά και των δηλητηρίων
- ο βοηθός (δούλος) του φαρμακοπώλη
- ο παρασκευαστής χρωμάτων, ο οποίος κοπάνιζε ή έτριβε ουσίες με χρωστικές ιδιότητες
- φαρμακοτρίπτης
Πηγές
- φαρμακοτρίβης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φαρμακοτρίβης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.