φακίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φακίδα | οι | φακίδες |
| γενική | της | φακίδας | των | φακίδων |
| αιτιατική | τη | φακίδα | τις | φακίδες |
| κλητική | φακίδα | φακίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φακίδα < αρχαία ελληνική φακός ή φακῆ + -ίδα
Προφορά
- ΔΦΑ : /faˈci.ða/
Συγγενικά
- φακιδιάρης
- → δείτε τις λέξεις φακή και φακός
Μεταφράσεις
φακίδα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.