φακῆ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φᾰκεα- φᾰκη-
ονομαστική φακ αἱ φακαῖ
      γενική τῆς φακῆς τῶν φακῶν
      δοτική τῇ φακ ταῖς φακαῖς
    αιτιατική τὴν φακῆν τὰς φακᾶς
     κλητική ! φακ φακαῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φακ
γεν-δοτ τοῖν  φακαῖν
Ο ασυναίρετος τύπος φακέα, σπάνιος (δείτε εκεί σημειώσεις)
1η κλίση, ομάδα 'συκέα συκῆ', Κατηγορία 'συκῆ' όπως «συκῆ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φακῆ < ασυναίρετο φακέα < φακός (αρχική σημασία: καρπός της φακής) [1]

Ουσιαστικό

φᾰκῆ θηλυκό

  1. (τρόφιμο) φακή
  2. (γαστρονομία) οι φακές

Σημειώσεις

  • για τον ασυναίρετο τύπο δείτε τη λέξη φακέα

Αναφορές

  1. φακή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.