πιτσιλάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιτσιλάδα οι πιτσιλάδες
      γενική της πιτσιλάδας
    αιτιατική την πιτσιλάδα τις πιτσιλάδες
     κλητική πιτσιλάδα πιτσιλάδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιτσιλάδα < πιτσίλα + -άδα

Ουσιαστικό

πιτσιλάδα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο, σπάνιο) άλλη μορφή του πιτσιλιά
  2. φακίδα, στίγμα ή πανάδα σε δέρμα ανθρώπου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.