φαινυλαλανίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαινυλαλανίνη | οι | φαινυλαλανίνες |
| γενική | της | φαινυλαλανίνης | των | φαινυλαλανινών |
| αιτιατική | τη | φαινυλαλανίνη | τις | φαινυλαλανίνες |
| κλητική | φαινυλαλανίνη | φαινυλαλανίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Συντακτικός τύπος φαινυλαλανίνης.
Ετυμολογία
- φαινυλαλανίνη < φαινυλ- + αλανίνη
Ουσιαστικό
φαινυλαλανίνη θηλυκό
- (βιοχημεία, αμινοξύ) απαραίτητο αμινοξύ με φαινυλική ομάδα. Έχει τύπο Ph-CH2-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Phe ή F. Η γενετική διαταραχή φαινυλοκετονουρία οφείλεται σε αδυναμία του οργανισμού να μεταβολίσει τη φαινυλαλανίνη
Μεταφράσεις
φαινυλαλανίνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.