φαινυλκετονουρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαινυλκετονουρία οι φαινυλκετονουρίες
      γενική της φαινυλκετονουρίας των φαινυλκετονουριών
    αιτιατική τη φαινυλκετονουρία τις φαινυλκετονουρίες
     κλητική φαινυλκετονουρία φαινυλκετονουρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαινυλκετονουρία < -ουρία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

φαινυλκετονουρία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.