αλανίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλανίνη | οι | αλανίνες |
| γενική | της | αλανίνης | των | αλανινών |
| αιτιατική | την | αλανίνη | τις | αλανίνες |
| κλητική | αλανίνη | αλανίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Συντακτικός τύπος αλανίνης.
Ετυμολογία
- αλανίνη < (άμεσο δάνειο) γερμανική Alanin < ανώμαλος τύπος του Aldehyd (αλδεΰδη)
Ουσιαστικό
αλανίνη θηλυκό
- (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
- (βιοχημεία, αμινοξύ) μη απαραίτητο αμινοξύ με τύπο CH3-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Ala ή A
Σύνθετα
-
αλανίνη στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.