φαγάδικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαγάδικος η φαγάδικη το φαγάδικο
      γενική του φαγάδικου της φαγάδικης του φαγάδικου
    αιτιατική τον φαγάδικο τη φαγάδικη το φαγάδικο
     κλητική φαγάδικε φαγάδικη φαγάδικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαγάδικοι οι φαγάδικες τα φαγάδικα
      γενική των φαγάδικων των φαγάδικων των φαγάδικων
    αιτιατική τους φαγάδικους τις φαγάδικες τα φαγάδικα
     κλητική φαγάδικοι φαγάδικες φαγάδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φαγάδικος < φαγ(άς) + -άδικος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /faˈɣa.ði.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαγάδικος

Επίθετο

φαγάδικος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.