fildişi

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

fildişi < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική فیل دیشی (fildişi). Συγχρονικά αναλύεται σε fil + diş
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: φίλντισι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfil.diˈʃi/

Επίθετο

fildişi (tr)

  • που έχει το χρώμα του φιλντισιού

Ουσιαστικό

fildişi (tr)

  • (χρώμα) το χρώμα του φιλντισιού
     συνώνυμα: fildişi rengi

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.