φάσκελο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φάσκελο | τα | φάσκελα |
| γενική | του | φάσκελου | των | φάσκελων |
| αιτιατική | το | φάσκελο | τα | φάσκελα |
| κλητική | φάσκελο | φάσκελα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φάσκελο < ελληνιστική κοινή σφάκελος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfa.ske.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φά‐σκε‐λο
Ουσιαστικό
φάσκελο ουδέτερο
- μούντζα, υβριστική χειρονομία στην Ελλάδα, βυζαντινής ή και παλαιότερης απαρχής, που συνίσταται στην επίδειξη της ανοιχτής παλάμης προς όποιον ή ό,τι υβρίζεται
- ※ Καὶ δίδων πέντε φάσκελα τὸ ἔθνος κατηρᾶτο, / καὶ πάλιν ἐξεθύμωνε καὶ πάλιν ἐκοιμᾶτο. (Γεώργιος Σουρής, Ο κύριος Πετσωματάς, 1886)
Συγγενικά
Σύνθετα
- φασκελοκουκουλώνω
-
φάσκελο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
φάσκελο
|
→ δείτε τη λέξη μούντζα |
Αναφορές
- φάσκελο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.