φασκέλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φασκέλωμα τα φασκελώματα
      γενική του φασκελώματος των φασκελωμάτων
    αιτιατική το φασκέλωμα τα φασκελώματα
     κλητική φασκέλωμα φασκελώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φασκέλωμα < μεσαιωνική ελληνική σφακέλωμα < σφασκελώνω + -μα

Ουσιαστικό

φασκέλωμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.