φασκελώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
φασκελώνομαι
- ρίχνω στον εαυτό μου μούτζα, μου δίνω ένα φάσκελο, ασκώ κάπως ακραία αυτοκριτική για ένα λαθος μου χρησιμοποιώντας την αντίστοιχη λαϊκή υβριστική χειρονομία
Συνώνυμα
- μουτζώνομαι
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.