σφάκελος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σφάκελος < κοινή με τα ρήματα σπάω, σπαίρω, σφαδάζω πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα (που σήμαινε ἕλκω, τείνω)

Ουσιαστικό

σφάκελος αρσενικό (τοῦ σφακέλου)

  1. νέκρωση, γάγγραινα
  2. σπασμός, σφαδασμός
  3. μανιώδης ορμή

Συγγενικά

  • σφακελισμός (νέκρωση, σήψη, σπασμός)
  • σφακελίζω (έχω σπασμούς, υποφέρω από γάγγραινα, ξηραίνομαι, νεκρώνομαι)
  • σφάκος (φυτό με αντιβακτηριδιακές, αντισηπτικές, καρδιοτονωτικές, σπασμολυτικές και αντιδιαβητικές ιδιότητες, η σπάκα ή φασκομηλιά ή ἐλελίφασκος)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.